ωροδείκτης

ωροδείκτης
ο часовая стрелка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ωροδείκτης" в других словарях:

  • ωροδείκτης — και ωροδείχτης, ο, Ν η βελόνη στην πλάκα τού ρολογιού η οποία δείχνει τις ώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + δείκτης (< δεικνύω). Ο τ. ωροδείκτης μαρτυρείται από το 1761 στον Ιωσ. Μοισιόδακα] …   Dictionary of Greek

  • ωροδείκτης — ο η βελόνα πάνω στην πλάκα του ρολογιού που δείχνει τις ώρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»